μουτσουτσούνια

μουτσουτσούνια
μουτσουτσούνια, τὰ (Μ)
1. πείσματα, παιχνιδίσματα, νάζια
2. φρ. «κάμνω μουτσουτσούνια» — προσποιούμαι τον θυμωμένο, κάνω πείσματα, δυστροπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ιδιωματική λ., πιθ. από το ουσ. μούτσουνο(ν), με εκφραστικό διπλασιασμό τής συλλαβής -τσου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”